- πολύαυλος-
- ον, Μφρ. «αἱ πολυαύλων ὀργάνων φῡσαι» — εκκλησιαστικό μουσικό όργανο, γνωστό στο Βυζάντιο ήδη από τον 4ο μ.Χ. αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + αὐλός (πρβλ. πλαγί-αυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek